- αγακλειτος
- ἀγακλειτός32) великолепный
(ἑκατόμβη Hom.)
3) невиданный, неслыханный(πάθος, sc. Ἡρακλέους Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἑκατόμβη Hom.)
(πάθος, sc. Ἡρακλέους Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγακλειτός — ἀγακλειτός, ή, όν (Α) ένδοξος, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα + κλειτός] … Dictionary of Greek
ἀγακλειτός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτῶν — ἀγακλειτός fem gen pl ἀγακλειτός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτόν — ἀγακλειτός masc acc sg ἀγακλειτός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειταῖς — ἀγακλειτός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειταί — ἀγακλειτός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοῖο — ἀγακλειτός masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοῖς — ἀγακλειτός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοῖσιν — ἀγακλειτός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοί — ἀγακλειτός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγακλειτοῦ — ἀγακλειτός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)